Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὰ ἡδέα

См. также в других словарях:

  • ἡδέα — ἡδύς pleasant masc/fem acc sg (ionic) ἡδύς pleasant fem nom/voc sg (epic ionic) ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἡδέᾱ , ἡδύς pleasant fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤδεα — ἤ̱δεα , ἦδος delight neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾔδεα — οἶδα see plup ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδέ' — ἡδέα , ἡδύς pleasant masc/fem acc sg (ionic) ἡδέα , ἡδύς pleasant fem nom/voc sg (epic ionic) ἡδέα , ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἡδέα , ἡδύς pleasant neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἡδέϊ , ἡδύς pleasant masc/neut dat sg ἡδέϊ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδέας — ἡδέᾱς , ἡδύς pleasant fem acc pl (epic ionic) ἡδύς pleasant masc acc pl (epic ionic) ἡδύς pleasant masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδύς — εία, ύ (Α ἡδύς, δωρ. τ. ἁδύς, εῑα, ύ, στον Όμ. το θηλ. και ἡδύς [μόνο μία φορά], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. ἁδέα) 1. γλυκός, ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως στη γεύση, στην όσφρηση και στην ακοή («ἡδύ δεῑπνον», Ομ. Οδ.) 2. (κατ επέκτ. και για… …   Dictionary of Greek

  • брашьно — БРАШЬН|О (427), А с. 1.Пища, еда: Простѣишааго въ всемь ишти. и въ брашьнѣ и въ одежди. Изб 1076, 30 об.; варламъ... пребысть же на мѣ||стѣ томь сѣд˫а... ни брашьна же въкоуша˫а ни въ одежю облечесѩ. ЖФП XII, 34в г; рече ст҃ыи николаѥ имаши ли… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • видьныи — (2*) пр. Видимый, зримый: бывшю бо свѣту ѡ(т)гнасѩ тма. бы(с) суша и родишасѩ стухи˫амъ чинове. и видно створишасѩ всѩ. н҃бо свою красоту вспри˫а. землѩ же свою. ГБ XIV, 63в; в роли с.: ѥлико на пути ходимъ. и ѡбои текуще. ли видныхъ ли злобныхъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κωτίλλω — (AM) [κωτίλος] φλυαρώ με κολακευτικά και τρυφερά λόγια («ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ.) αρχ. μτφ. εξαπατώ κάποιον λέγοντας πολλά αρεστά και κολακευτικά λόγια («γυναικὸς ὢν δούλευμα μὴ κώτιλλέ με», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …   Dictionary of Greek

  • συμπόσιο — το / συμπόσιον ΝΜΑ [συμπότης] 1. συνεστίαση με ποτό πολλών μαζί ατόμων, κοινό τραπέζι (α. «χρὴ δ ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισσομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ β. «τὴν πρὸς ἀλλήλους ἕνωσιν ἐν κελλίοις καὶ τὰ συμπόσια ἀποτρέπω» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»